- αναθεμελίωση
- η, 1. η εκ νέου θεμελίωση, ξαναθεμέλιωμα, ενίσχυση των θεμελίων οικοδομής2. στήριξη απόψεως ή θεωρίας σε νέα θεμέλια, σε νέα επιχειρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.